λαχίδα — η λωρίδα, μερίδιο καλλιεργήσιμου κτήματος, που προέρχεται συνήθως από διανομή μεταξύ αδελφών πατρικής περιουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (λαχαίνω) + κατάλ. ίδα (πρβλ. κοπ ίδα, μερ ίδα)] … Dictionary of Greek
λαχίδι — το [λαχίδα] υποκορ. τού λαχίδα … Dictionary of Greek